en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

παχυ - περί

  • παχύαιμος
  • παχυβλεφαρία
  • παχυδάκτυλος
  • παχύδενδρος
  • παχυδερμέω
  • παχυδερμία
  • παχύδερμος
  • πάχυθριξ
  • παχυκάλαμος
  • παχυκάρδιος
  • παχύκαυλος
  • παχύκνημος
  • παχυλός
  • παχυμέρεια
  • παχυμερής
  • παχυνευρέω
  • παχύνοος
  • πάχυνσις
  • παχυντικός
  • παχύνω
  • παχύπους
  • παχύριν
  • παχύρραβδος
  • παχύρριζος
  • παχύρρυγχος
  • παχύς
  • πᾶχυς
  • παχύσαρκος
  • παχυσκελής
  • πάχυσμα
  • παχυσμός
  • παχύσπερμος
  • παχύστομος
  • παχύτης
  • παχυτράχηλος
  • παχύφλοιος
  • παχύφρων
  • παχύφωνος
  • παχυχειλής
  • παχύχυμος
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.